ἡπατικός

ἡπατικός
ἡπατίζω
to be liver-coloured
perf part act neut nom/voc/acc sg
ἡπατικός
of the liver
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηπατικός — ή, ό (AM ἡπατικός, ή, όν) [ήπαρ] 1. αυτός που ανήκει στο ήπαρ («ηπατικές φλέβες») 2. αυτός που επιδρά στο ήπαρ («ἡπατικὸν φάρμακον», Γαλ.) 3. αυτός που υποφέρει από πάθηση τού ήπατος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βοτ. τα ηπατικά κλάση φυτών… …   Dictionary of Greek

  • ηπατικός — ή, ό 1. αυτός που πάσχει από ανεπάρκεια του συκωτιού. 2. αυτός που αναφέρεται στο ήπαρ (συκώτι): Ηπατικό νόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡπατικά — ἡπατικός of the liver neut nom/voc/acc pl ἡπατικά̱ , ἡπατικός of the liver fem nom/voc/acc dual ἡπατικά̱ , ἡπατικός of the liver fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπατικῶν — ἡπατικός of the liver fem gen pl ἡπατικός of the liver masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπατικόν — ἡπατικός of the liver masc acc sg ἡπατικός of the liver neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπατικαῖς — ἡπατικός of the liver fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπατικαί — ἡπατικός of the liver fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπατικοῖς — ἡπατικός of the liver masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπατικοῖσι — ἡπατικός of the liver masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπατικοί — ἡπατικός of the liver masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”